αυχμηρότητα

αυχμηρότητα
η (AM αὐχμηρότης) [αυχμηρός]
η ιδιότητα του αυχμηρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”